- συνεπιφασκω
- συνεπιφάσκωσυν-επιφάσκωвысказывать согласие, соглашаться Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνεπιφάσκω — Α συναινώ, συνομολογώ, συμφωνώ για κάτι ή σε κάτι («τὸν κόλακα φωράσεις ἀεὶ συνεπιφάσκοντα και συναποφαινόμενον», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιφάσκω «ισχυρίζομαι»] … Dictionary of Greek